φυλογένεια
Смотреть что такое "φυλογένεια" в других словарях:
φυλογένεια — η, Ν η γένεση και η ύπαρξη τού αρσενικού και τού θηλυκού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
φυλογένεια — η 1. η γένεση και η ύπαρξη των φύλων (αρσενικού και θηλυκού). 2. οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το καθένα από τα δύο φύλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)