φυλογένεια

φυλογένεια

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φυλογένεια" в других словарях:

  • φυλογένεια — η, Ν η γένεση και η ύπαρξη τού αρσενικού και τού θηλυκού φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • φυλογένεια — η 1. η γένεση και η ύπαρξη των φύλων (αρσενικού και θηλυκού). 2. οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το καθένα από τα δύο φύλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»